συμβαίνοντος

συμβαίνοντος
συμβαίνω
stand with the feet together
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κριθοφαγία — κριθοφαγία, ἡ (Α) [κριθοφάγος] το να τρώγει κάποιος κριθάρι, ως τιμωρία, στον ρωμαϊκό στρατό («τοῡ δὲ παραδειγματισμοῡ τοῡ κατὰ τὴν κριθοφαγίαν ὁμοίως συμβαίνοντος», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • συμβαίνω — ΝΜΑ [βαίνω] 1. γίνομαι, συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», Ξεν. γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», Πλάτ.) 2. (τριτοπρόσ.) συμβαίνει γίνεται κάτι, συντελείται κάτι, ιδίως τυχαία (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”